Αυτή η αμφιταλάντευση, όπως παρατηρεί ο S. Tschudi Madsen, χαρακτηρίζεται από ένα δυισμό. Από τη μία υπάρχει η δυνατή πίεση του υλισμού και της τεχνολογικής προόδου και από την άλλη η προσέγγιση ή η φυγή του καλλιτέχνη σε περιοχές όπου τίθενται μόνο προβλήματα επιλογής. Η Art Nouveau είναι ένα φαινόμενο τυπικά αστικό. Άρχισε από τις πρωτεύουσες, απλώθηκε στην επαρχία και σε μέρη που λίγο ή πολύ γνώρισαν την βιομηχανική ανάπτυξη. Αυτό φαίνεται άλλωστε και από τα υλικά που χρησιμοποιεί, τσιμέντο, σίδερο, ατσάλι και γυαλί.
Στην Ολλανδία εργάστηκε ο Χέντρικ Πέτρους Μπερλάγκε (H.P. Berlage), που χαρακτηρίζεται για την κατασκευαστική καθαρότητα και λειτουργικότητα του Χρηματιστηρίου του Άμστερνταμ (1898-1903). Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου από τα μέσα του 19ου αιώνα είχαν αναπτυχθεί η προϋποθέσεις του νέου ρυθμού, ένας μεγάλος αρχιτέκτονας, ο Τσαρλς Ρέννι Μακίντος (Ch. Rennie Mackintosh), έδωσε με τον τονισμό των γραμμών έναν οργανικό καθορισμό των χώρων. Στη Γερμανία ιδρύθηκε το 1895 το περιοδικό Pan με το οποίο άρχισε επίσημα η κίνηση του νέου ρυθμού. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του κινήματος ήταν ο Όττο Έκμαν, γνωστός κυρίως ως διακοσμητής βιβλίων, ο Άουγκουστ Έντελ, αρχιτέκτονας του πρωτοποριακού εργαστηρίου Ελβίρα στο Μόναχο, που ήταν διακοσμημένο στην πρόσοψη με ένα μεγάλο αφηρημένο σχήμα και ο Ρίμερσμιντ (R. Riemerschmid), που ασχολήθηκε με την επίπλωση.
Ανάλογες με τις Ευρωπαϊκές αναζητήσεις ήταν και οι αμερικανικές, που διακρίνονται στο έργο του Λιούις Σάλλιβαν στο Σικάγο, στη βιομηχανία Τίφανυ Νέας Υόρκης που ιδρύθηκε το 1892 και δημιούργησε κομψότατα γυάλινα αντικείμενα και στο νεανικό έργο του Ράιτ.
Εκείνο που τελικά θα πρέπει να ειπωθεί είναι το γεγονός ότι η Art Nouveau αντιτάχθηκε τόσο στην τάση του Εμπρεσιονισμού για διάλυση της φόρμας όσο και στον άκαμπτο φορμαλισμό των Ακαδημαϊκών.